αποκεφαλισμος

αποκεφαλισμος
    ἀποκεφαλισμός
    ἀπο-κεφᾰλισμός
    ὅ обезглавливание Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποκεφαλισμος" в других словарях:

  • ἀποκεφαλισμός — beheading masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκεφαλισμός — ο (AM ἀποκεφαλισμός) αποκοπή της κεφαλής, καρατόμηση …   Dictionary of Greek

  • ἀποκεφαλισμῷ — ἀποκεφαλισμός beheading masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεφαλισμόν — ἀποκεφαλισμός beheading masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • αποκεφάλιση — η ο αποκεφαλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκεφαλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στο περιοδικό σύγγραμμα Φιλολογικός Συνέκδημος] …   Dictionary of Greek

  • γκιλοτίνα — Μηχάνημα αποκεφαλισμού. Υιοθετήθηκε επίσημα στα τέλη του 18ου αι., κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Εφευρέτης της ήταν ο Γάλλος γιατρός Γκιγιοτέν. Βλ. λ. Γκιγιοτέν, Ζοζέφ Ιγκνάς. Ο αποκεφαλισμός του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ στην γκιλοτίνα, σε… …   Dictionary of Greek

  • εκτραχηλισμός — ο (AM ἐκτραχηλισμός) εκτροπή σε αναίσχυντες πράξεις, αποχαλίνωση, αναίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. απογύμνωση τού τραχήλου ή και τού στήθους 2. μία από τις λαβές τού κεφαλιού κατά την πάλη, το κεφαλοκλείδωμα μσν. αποκεφαλισμός …   Dictionary of Greek

  • καρατομία — καρατομία, ἡ (Α) [καρατομώ] καρατόμηση, αποκεφαλισμός …   Dictionary of Greek

  • καρατόμηση — η (AM καρατόμησις) [καρατομώ] 1. το κόψιμο τού κεφαλιού, αποκεφαλισμός, λαιμοτομία 2. η καταδίκη σε αποκεφαλισμό και η εκτέλεσή της …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»